ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
τόπος στένωσης constriction location
Τόπος συμφώνου (ο) C-place
τόπος συμφώνου C-place
τόπος άρθρωσης (ο) major place of articulation
Τόπος (ο) Place (PL) / location
τόπος άρθρωσης (ο) place of articulation
Τοπωνοματική (η), Τοπωνυμία (η) toponomastics, toponymy
τόπος (ο) topos
Τόπος φωνήεντος (ο) V-place
τόπος φωνήεντος (ο) V-place