ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Τσίνουκ (η) (γλώσσα) | Chinookan |
Τσόκτο (η) (γλώσσα) | Chocktaw |
Τσόμσκυ (του) | Chomskian |
τσομσκιανός,-ή,-ό | Chomskian |
τσομσκιανή ιεραρχία (η) | Chomsky hierarchy |
Τσόμσκυ (του) | Chomskyan |
τσομσκιανός,-ή,-ό | Chomskyan |
τσιτακισμός (ο) | softening |
Τσόνγκα (η) (γλώσσα) | TS |
Τσιμσιάν (η) (γλώσσα) | Tsimshian |