ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ταλαντευόμενη μετοχή (η) | dandling participle |
Ταλαντευόμενη μετοχή (η) | dangling participle |
ταλάντωση ανωτέρας αρμονικής (η) | overtone |
Ταμίλ (η) (γλώσσα) | TA |
τακτικοί τύποι | tactic forms |
Τακτικοί περιορισμοί (οι) , διατακτική (η) | tactic, tactics, taxis |
τακτικοί περιορισμοί(οι) | tactics |
Ταμασέκ (η) (γλώσσα) | Tamashek |
Ταμίλ | Tamil |
τακτικοί περιορισμοί(οι) | taxis |