ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συνάρτηση επιφανείας (η) area function
συνάρθωση (η) coarticulation
συνάρθωση (η) co-articulation
συνάρτηση [λογική] (η) function
συνάρτηση [λογική] (η) function (semantic, logical)
συνάρτηση [μεταφορική] (η) function [metaphoric]
συναρμογή (η) junction
συνάρτηση [μεταφορική] (η) mapping
συνάρτηση απεικόνισης (η) mapping function
συνάρθρωση από δεξιά προς τα αριστερά (για την οπισθοχωρητική αφομοίωση) (η) right-to-left coarticulation