ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συναισθηματικός,-ή,-ό affective
συναισθηματικό φιλτράρισμα (το) affective filtering
συναισθηματική λειτουργία (η) affective meaning
συναισθηματική σημασία (η) affective meaning
συναισθηματικός συμβολισμός (ο) affective symbolism
συναισθηματική μεταβλητή (η) affective variable
συναίσθηση του ονόματος (η) naming insight
συναισθησία (η) synaesthesia
Συναισθησία (η) synaesthesia/synesthesia
συναλοιφή (η) synaloepha