ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συμφωνία (η) | agreement |
συμφωνία όρων (η) | agreement |
συμφωνία "του κουνιάδου" (η) | brother-in-law agreement |
συμφύω | coalesce |
συμφωνία (η) | coherence |
συμφωνία (η) | concord |
συμφωνία | congruence |
σύμφωνα (τα) | konsonanten |
συμφωνία σχήματος (η) | pattern congruity |
συμφωνία υποκειμένου–ρήματος | subject-verb agreement |