ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συλλαμβανόμενος χρόνος (ο) conceived time
σύλληψη (η) conception
σύλληψη δεδομένων (η) data-capture
συλλαβοποιώ syllabify
Συλλαβοχρονισμένος-η-ο syllable-timed
συλλαβοχρονισμένος-η-ο syllable-timed
συλλαβοχρονισμένη γλώσσα syllable-timed language
συλλαβοχρονική γλώσσα syllable-timed language
συλλαβοχρονισμένος ρυθμός (ο) syllable-timed rhythm
σύλληψη (η), ζεύγμα (το) syllepsis