ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συγκεκομμένος όρος (o) | clipped term |
| συγκειμενισμός/περιβαλλοντισμός/περικειμενισμός (ο), θεώρηση πλαισίου (η) | contextualism |
| συγκείμενο (το) | co-text |
| συγκαλυμμένα λάθη | covert errors |
| Συγκεκριμένη αόριστη (ΟΦ) (η) | specific indefinite |
| συγκεκριμένη αοριστότητα (η) | specific indefiniteness |
| συγκατηγορηματικά επίθετα | syncategorematic adjectives |
| συγκατηγορηματικό στοιχείο (το) | syncategorematic item |
| συγκατηγορηματικός όρος | syncategorematic term |
| συγκατηγορηηματική λέξη (η) | syncategorematic word |