ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στέκομαι ψηλά | bunch |
στενή προσέγγιση (η) | close approximation |
στενός,-ή,-ό / Λεπτομερής-ής-ές | narrow |
στενή μεταγραφή (η) | narrow transcription |
στενότερη έννοια (η) | narrower concept |
στενογραφία (η) | shorthand |
σταφυλικός,ή,ό | uvular |
σταφυλικό σύμφωνο | uvular consonant |
σταφυλικοποίηση (η) | uvularization |
σταφυλικοποιώ | uvularize |