ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
στέκομαι ψηλά bunch
στενή προσέγγιση (η) close approximation
στενός,-ή,-ό / Λεπτομερής-ής-ές narrow
στενή μεταγραφή (η) narrow transcription
στενότερη έννοια (η) narrower concept
στενογραφία (η) shorthand
σταφυλικός,ή,ό uvular
σταφυλικό σύμφωνο uvular consonant
σταφυλικοποίηση (η) uvularization
σταφυλικοποιώ uvularize