ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συντομομορφή (η) abbreviated form
συντομογραφημένη / συντομογραφική συνθήκη (η) abbreviatory convention
συντομογραφημένη μεταβλητή abbreviatory variable
συντονιστικός διπλόγλωσσος (ο) co-ordinate bilingual
συντονιστική διπλογλωσσία (η) co-ordinate bilingualism
συντονιστική διπλογλωσσία (η) co-ordinate bilingualism
συντονιστική συνάρθρωση (η) co-ordinate coarticulation
συντονισμένα συγκροτήματα coordinative structures
συντονισμός resonance
συντονισμένο resonant