ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συντομομορφή (η) | abbreviated form |
συντομογραφημένη / συντομογραφική συνθήκη (η) | abbreviatory convention |
συντομογραφημένη μεταβλητή | abbreviatory variable |
συντονιστικός διπλόγλωσσος (ο) | co-ordinate bilingual |
συντονιστική διπλογλωσσία (η) | co-ordinate bilingualism |
συντονιστική διπλογλωσσία (η) | co-ordinate bilingualism |
συντονιστική συνάρθρωση (η) | co-ordinate coarticulation |
συντονισμένα συγκροτήματα | coordinative structures |
συντονισμός | resonance |
συντονισμένο | resonant |