ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συνοδευτικός-ή-ό | comitative |
συνοδευτικός-ή-ό | comitative |
συνοδευτικό εγχειρίδιο (το) | companion |
συνίζηση (η), διάχυση (η), σύντηξη (η), συγχώνευση (η), σύμμειξη (η) | fusion |
συνιστώσα προτασιακή (η) | ideationnel |
συνιστώσα εκφραστική (η) | interpersonnel |
σύνολα παραγώγων | production sets |
Σύνολο (το) | set |
Σύνολο (το) | set |
σύνολα σθενών | valency sets |