ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συνοδευτικός-ή-ό comitative
συνοδευτικός-ή-ό comitative
συνοδευτικό εγχειρίδιο (το) companion
συνίζηση (η), διάχυση (η), σύντηξη (η), συγχώνευση (η), σύμμειξη (η) fusion
συνιστώσα προτασιακή (η) ideationnel
συνιστώσα εκφραστική (η) interpersonnel
σύνολα παραγώγων production sets
Σύνολο (το) set
Σύνολο (το) set
σύνολα σθενών valency sets