ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Σύνθετο «Μπαχουβρίχι» (το) | bahuvrihi |
Σύνθετο «Μπαχουβρίχι» (το) | bahuvrihi |
σύνθετο αποκομμένο | clipped compound |
σύνθετο αντικείμενο (το) | complex object |
σύνθετο μεταβατικό ρήμα (το) | complex transitive verb |
σύνθετο ρήμα (το) | complex verb |
σύνθετο ουσιαστικό (το) | compound noun |
σύνθετο ρήμα (το) | compound verb |
Σύνθετο Ντβάντβα (dvandva) (το) | dvandva |
Σύνθετο Ντβάντβα (dvandva) (το) | dvandva |