ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συνεχές σημείο continuous sign
συνεχής ομιλία continuous speech
συνεχές continuum
συνηρημένος τύπος (ο) contracted form
συνεχές γραμματικής-λεξικού (το) grammar-lexicon continuum
συνήθεια (η) habit
συνεχές λεξικού-γραμματικής (το) lexicon-grammar continuum
συνεχής τίτλος (ο) running head
συνεχής τίτλος (ο) running title
συνεχές ομιλίας (το) speech continuum