ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συνεπτυγμένο λεξικό (το) abridged (dictionary)
συνέχεια (η) cline
συνεπτυγμένα λεξικά (τα) compact dictionaries
συνέπεια (η) consistency
συνεργατικός-ή-ό co-operative
συνεπτυγμένο λεξικό (το) cut-down
συνεπαγωγικό ρήμα (το) implicative verb
Συνέπεια / πιστότητα / χαρακτηρισμός θέσης (η/ο) positional faithfulness/markedness
συνεπτυγμένο λεξικό (το) shorter dictionary
Συνεπαγωγικό προς τα πάνω (το) upward entailing