ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συνεπτυγμένο λεξικό (το) | abridged (dictionary) |
| συνέχεια (η) | cline |
| συνεπτυγμένα λεξικά (τα) | compact dictionaries |
| συνέπεια (η) | consistency |
| συνεργατικός-ή-ό | co-operative |
| συνεπτυγμένο λεξικό (το) | cut-down |
| συνεπαγωγικό ρήμα (το) | implicative verb |
| Συνέπεια / πιστότητα / χαρακτηρισμός θέσης (η/ο) | positional faithfulness/markedness |
| συνεπτυγμένο λεξικό (το) | shorter dictionary |
| Συνεπαγωγικό προς τα πάνω (το) | upward entailing |