ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συνενδείκτης (ο) | coindex |
συνενδείκτης (ο) | co-index |
συνένδειξη (η) | co-indexing |
συνεπαγωγή | continuum |
συνεμφάνιση (η) | co-occurence |
συνεπάγομαι | entail |
συνεπαγόμενος,-η,-ο | entailed |
συνεπαγωγή (η) | entailment |
συνέντευξη (η) | interview |
συνέντευξη προφορικής επάρκειας (η) | oral proficiency interview |