ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συνδετικός-η-ο | conjunctive |
| Συνδετικός-ή-ό2, συζευκτικός-ή-ό | conjunctive |
| συνδετικότητα | connectedness |
| συνδετικός-ή-ό | connective |
| Συνδετικός-ή-ό1 | connective (cn, conn) |
| συνδετικός ιστός | connective tissue |
| συνδετικότητα (η) | connectivity |
| συνδετικός-ή-ό | copulative |
| συνδετικός,-ή,-ό | linking |
| συνδετικός-ή-ό | syndetic |