ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σύνδεσμος (o) arc (link)
σύνδεση ορίσματος (η) argument linking
σύνδεση3 (η), συνειρμός (ο) association
συνδεσμική ένωση (η) conjunct union
σύνδεση τύπων (η) form association
σύνδεσμοι κληρονομίας (οι) inheritance links
σύνδεση2 (η), άρμοση (η), αρμός (ο) juncture
σύνδεσμοι μεταφορικής επέκτασης (οι) metaphorical extension links
σύνδεσμοι πολυσημίας (οι) polysemy links
σύνδεσμοι υπο-μερών (οι) sub-part links