ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σύνδεσμος (o) | arc (link) |
σύνδεση ορίσματος (η) | argument linking |
σύνδεση3 (η), συνειρμός (ο) | association |
συνδεσμική ένωση (η) | conjunct union |
σύνδεση τύπων (η) | form association |
σύνδεσμοι κληρονομίας (οι) | inheritance links |
σύνδεση2 (η), άρμοση (η), αρμός (ο) | juncture |
σύνδεσμοι μεταφορικής επέκτασης (οι) | metaphorical extension links |
σύνδεσμοι πολυσημίας (οι) | polysemy links |
σύνδεσμοι υπο-μερών (οι) | sub-part links |