ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
ποικιλία (η) variation
ποικιλιακή γλωσσολογία (η) variational linguistics
ποικιλόχρωμο βάβισμα (το) variegated babbling
πρόταση ρήματος-συμπληρώματος (η) verb-complement clause
πρόταση με το ρήμα στο τέλος (η) verb-final
πρόταση με το ρήμα στην αρχή (η) verb-initial
πρόταση με το ρήμα στη μέση (η) verb-medial
προφορικός verbal
ποιόν ενεργείας verbal aspect
προφορικό ρομπότ verbot