ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ποικιλία (η) | variation |
ποικιλιακή γλωσσολογία (η) | variational linguistics |
ποικιλόχρωμο βάβισμα (το) | variegated babbling |
πρόταση ρήματος-συμπληρώματος (η) | verb-complement clause |
πρόταση με το ρήμα στο τέλος (η) | verb-final |
πρόταση με το ρήμα στην αρχή (η) | verb-initial |
πρόταση με το ρήμα στη μέση (η) | verb-medial |
προφορικός | verbal |
ποιόν ενεργείας | verbal aspect |
προφορικό ρομπότ | verbot |