ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προσεγγιστικός,-ή,-ό | approximant |
προσεγγιστικός,-ή,-ό | approximative |
προσεγγιστικό σύστημα (το) | approximative system |
περιοχή (η), Χώρος (ο) | area |
περιοχή (η), Χώρος (ο) | area |
πλήθος ορισμάτων (το) | arity |
προσάπτουσα (η) | ascriptive |
προσάπτουσα πρόταση (η) | ascriptive sentence |
πρόσθιο, χαμηλό, μη στρογγυλό φωνήεν /ae/ (το) | ash |
ποιόν ενεργείας (το) | aspect |