ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προχαρακτηρισμός (ο) prespecification
προχαρακτηρίζω prespecify
Προφωνηεντικός-ή-ό prevocalic
Προφωνηεντικός-ή-ό prevocalic
προφορικότητα (ικανότητα ομιλίας) (η) oracy
προφορικότητα (η) orality
προφορικός,-ή,-ό / στοματικός-ή-ό oral
προφορικός πολιτισμός (ο) oral culture
προφορικός λόγος speech
προφορικός verbal