ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| πρωτεύοντος αντικειμένου, αντιεργαστικός,-ή,-ό | dechticaetiative |
| πρώτη γραμμή του λήμματος (η) | entry-line |
| Πρώτη Μετατόπιση Συμφώνων στις Γερμανικές Γλώσσες (η) | First Germanic Consonant Shift |
| πρώτη γλώσσα | first language |
| πρώτο πρόσωπο (το) | first person |
| πρωτεύων | primary |
| πρωτεύουσα άρθρωση (η) | primary articulation |
| πρωτεύων εξουσιοδότης (ο) | primary licenser |
| Πρωτεύων δυναμικός τόνος (ο) | primary stress |
| Πρωτεύων δυναμικός τόνος (ο) | primary stress |