ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term | 
|---|---|
| παραγωγικός,-ή,-ό | derivational | 
| παράγωγος,-η,-ο | derivative | 
| παράγωγο λεξικό (το) | derivative dictionary | 
| παράγωγος-η-ο | derived | 
| παράδειγμα | example | 
| παραγωγικότητα (η) | generativity | 
| παράδειγμα (το) | illustration | 
| παράδειγμα (το) | instance | 
| παραγωγικότητα (η) | productivity | 
| παραδεδομένη προφορά (η), πρότυπη προφορά (η), δόκιμη προφορά (η), καθιερωμένη προφορά (η) | received pronunciation (RP) |