ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
παραγωγική μορφολογία derivational morphology
Παραγωγική μορφολογία (η) derivational morphology/ derivatology
παραγωγική φωνολογία (η) derivational phonology
παραγωγικό επίθημα (το) derivational suffix
Παραγωγική θεωρία της πολυπλοκότητας (η) derivational theory of complexity
παραγωγική μορφολογία derivatology
παραγωγική μάθηση, μάθηση μέσω παραγωγής (η) learning by deduction
παραγωγή(η) production
παραγωγικές δεξιότητες (οι) productive skills
παραγωγική/προσληπτική γλωσσική γνώση (η) productive/receptive language knowledge