ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| προσαρμοστικός,-ή,-ό | adaptive |
| προσαρμοστική διαφορική παλμοκωδική διαμόρφωση (η) | adaptive differential pulse code modulation |
| προσάρτημα (το) | adjunct |
| προσαρτηματικά (τα) | adjunctivals |
| προσάρτημα (το) | appendix |
| προσαρμοσμένος,-η,-ο | conditioned |
| προσαρμοσμένος-η-ο, εξαρτημένος-η-ο | conditioned |
| προσαρμοσμένη μεταβλητή (η) | conditioned variant |
| προσαρμοσμένη παραλλαγή (η) | conditioned variants |
| προσάρτημα λόγου (το) | discourse attachement |