ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| προερχόμενος-η-ο από τη βάση | base-generated |
| προηγείται άμεσα | direct precedence |
| προηγείσθαι/-είται | precede |
| προηγείσθαι(το) | precedence |
| προήγηση (η), Προηγείσθαι (το), προτεραιότητα (η) | precedence |
| πρόθεμα | prefix (p-fix) |
| προθεματικός-ή-ό | prefixing |
| προετοιμάζω κείμενο | prepare a text |
| προθέσεις (οι) | prepositions |
| προεπιφανειακός,-ή,-ό | shallow |