ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
παράγοντας διακλάδωσης (ο) branching factor
παραγόμενο περιβάλλον derived environment
παραγόμενο αποτέλεσμα (το) derived score
παραβίαση των συνομιλιακών αξιωμάτων (η) flouting the conversational maxims
παραγέμισμα (το) padding
παραγλώσσα (η) paralanguage
παραγλωσσικός,-ή,-ό paralinguistic
παραγλωσσολογικός,-ή,-ό paralinguistic
παραγλωσσικά σημεία (τα) paralinguistic signs
παραγλωσσολογία (η) paralinguistics