ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πλευρά | facet |
πλευρικό κλικ (το) | lateral click |
πλευρικό σύμφωνο (το) | lateral consonant |
πλευρική εκτόνωση (η) | lateral plosion |
πλευρική εξειδίκευση (η) | lateralization |
πλευρικά εξειδικευμένος,-η,-ο | lateralized |
πλευρικά (τα) | laterally |
πλευρικά (τα) | laterals |
πλεονέκτημα του αριστερού αυτιού (το) | left-ear advantage |
πλεονέκτημα του δεξιού αυτιού (το) | right-ear advantage |