ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περισπωμένη (η) accent circumflex
περισπωμένη (η) circumflex
περιστασιακή σημασία contextual meaning
περιπλανώμενος,-η,-ο floating
περιστασιακή σημασία (η) occasional meaning
περισπώμενος,-η,-ο perispomenon
περιπλοκή  (η) perplexity
περίσταση (η) situation
περίσταση επικοινωνίας situation
περισπωμένη (η) tilde