ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περιοχή σύγκλισης (η) convergence area
περιοχικά εξειδικευμένες ικανότητες domain-specific abilities
Περιπλανώμενος-η-ο, Μετακινούμενος-η-ο floating
περιπλανώμενα σύμφωνα (τα) floating consonants
περιπλανώμενος ποσοδείκτης (ο) floating quantifier
περιπλανώμενοι μουσικοί τόνοι (οι) floating tones
περιπλάνηση (η) flotation
περιπλανώμενος ποσοδείκτης (ο) quantifier floating
περιοχή υπολειμμάτων(η) relic area
περιπλανώμενη λέξη (η) Wanderwort