ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
περικλεισμένο σε αγκύλες πλέγμα (το) | bracketed grid theory |
περίκλειση σε αγκύλες (η) | bracketing |
περικεκομμένος τύπος (ο) | clipped form |
περικοπή (η) | clipping |
Περικοπή2 (η), αποκοπή (η) | clipping |
περικεκομμένοι τύποι (οι) | clippings |
περικειμενοποίηση (η), ένταξη σε περιβάλλον (η | Contextualization |
Περικειμενοποιώ, εντάσσω σε περιβάλλον, | contextualize |
περίκλειση σε επιγεγραμμένες αγκύλες (η) | labelled bracketing |
περικοπή(η) | truncation |