ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περικλεισμένο σε αγκύλες πλέγμα (το) bracketed grid theory
περίκλειση σε αγκύλες (η) bracketing
περικεκομμένος τύπος (ο) clipped form
περικοπή (η) clipping
Περικοπή2 (η), αποκοπή (η) clipping
περικεκομμένοι τύποι (οι) clippings
περικειμενοποίηση (η), ένταξη σε περιβάλλον (η Contextualization
Περικειμενοποιώ, εντάσσω σε περιβάλλον, contextualize
περίκλειση σε επιγεγραμμένες αγκύλες (η) labelled bracketing
περικοπή(η) truncation