ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
περίγραμμα ισορροπίας (το) balance schema
περιβαλλοντική ελευθερία (η) context-freeness
περιβαλλοντικός-ή-ό contextual
περιβαλλοντική ανάλυση contextual analysis
περίγραμμα (το) contour
Περίγραμμα (το), Περίγυρος (ο), Περιγραμματικός-ή-ό, Διακύμανση (η) contour
περιβάλλουσα envelope
περίγραμμα γεγονότος event schema
περίβλημα (έλυτρο) μυελίνης (το) myelins heath
περίγραμμα schema (pl. schemata)