ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πεπλατυσμένος-η-ο, πεπλατυσμένος-η-ο | adducted |
περεχόμενο-ουσία | content-substance |
περιβάλλον (το) | context |
περιβαλλοντικά ελεύθερη γραμματική | context-free grammar |
περιβαλλοντικά ελεύθερη γλώσσα (η) | context-free language |
περιβαλλοντικά ελεύθερη γραμματική της φραστικής δομής (η) | context-free phrase structure grammar |
περιβάλλον (το) | environment |
πεπληρωμένη παύση | filled pause |
Περιβάλλον2 (το), γειτονιά (η)¶ | neighbourhood |
περιoρισμένος / αντιθετικός υποχαρακτηρισμός (ο) | restricted / contrastive underspecification |