ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
παρεμβαλλόμενη αλληλουχία (η) insertion sequence
παρεισδυτικοί φθόγγοι (οι) intrusion sound
παρεισδυτικοί φθόγγοι (οι) intrusion sound
παρεισδυτικός-ή-ό intrusive
παρεμβολέας (ο) jammer
παρελθόν (το) past
Παρελθοντική μετοχή (η), Μετοχή αορίστου (η) past participle
Παρελθοντική μετοχή (η), Μετοχή αορίστου (η) past participle
παρελθοντικός χρόνος (ο) past tense
Παρελθοντικός χρόνος (ο) past tense