ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Παράλληλο Κόρπους Αγγλικής-Νορβηγικής (το) | English–Norwegian Parallel Corpus |
παράμετρος κεφαλής (η) | head parameter |
παράλληλος νεωτερισμός (ο) | parallel innovation |
παράμετρος (η) | parameter |
παράμετροι της προσαρμογής εστίασης (οι) | parameters of focal adjustment |
παραμετρικός,-ή,-ό | parametric |
παραμετρική φωνητική (η) | parametric phonetics |
παράμετρος μηδενικού υποκειμένου | pro-drop parameter |
παράμετρος pro-drop | pro-drop parameter |
παράλογες γραμματικές | wild grammars |