ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
Παράλληλο Κόρπους Αγγλικής-Νορβηγικής (το) English–Norwegian Parallel Corpus
παράμετρος κεφαλής (η) head parameter
παράλληλος νεωτερισμός (ο) parallel innovation
παράμετρος (η) parameter
παράμετροι της προσαρμογής εστίασης (οι) parameters of focal adjustment
παραμετρικός,-ή,-ό parametric
παραμετρική φωνητική (η) parametric phonetics
παράμετρος μηδενικού υποκειμένου pro-drop parameter
παράμετρος pro-drop pro-drop parameter
παράλογες γραμματικές wild grammars