ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πλήθος ορισμάτων (το) adicity/arity
πλήθος ορισμάτων (το) arity
πλευρικός,-ή,-ό lateral
πλευρικοί ήχοι (οι) lateral sounds
πλευρικοποίηση (η) lateralization
πληθυντικό όνομα (το) plurale tantum
πληθυντικά ονόματα (τα) pluralia tantum
πληθυντικά ονόματα (τα) pluralia tantum
πληθυντικοί (οι) plurals
πλευρικός λοβός siderobe