ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πίεση του αέρα (η) air pressure
πιασάρικη ατάκα (η) catch-phrase
πιθανή αλλαγή περικειμένου (η) context change potential
Πιαζετικός-ή-ό piagetian
πιθανή λέξη (η) possible word
πιθανός potential
πιθανό σημείο αναφοράς (το) potential antecedent
πιθανή παύση (η) potential pause
πίεση (η) pressure
πηγή(η) source