ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παρονομαστής | denominator |
παροντικός,-ή,-ό | hodiernal |
παρόλ (η) | parole |
Παρόλ (η), ομιλία (η) | parole |
παροξύτονος,-η,-ο | paroxytone |
Παροντική μετοχή (η), Μετοχή ενεστώτα (η) | present participle |
Παροντική μετοχή (η), Μετοχή ενεστώτα (η) | present participle |
Παροντικός χρόνος (ο), Ενεστώτας (ο) | present tense (pres, PRES) |
παρότρυνση, ώθηση, ενθάρρυνση (η) | prompting |
παρομοίωση (η) | simile |