ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παρατασσόμενη έννοια | coordinate concept |
παρατασσόμενη έννοια | co-ordinate concept |
παρατατικός (o) | imperfect |
παρατατικός χρόνος (ο) | imperfect tense (imp, imperf, impf, IMPF) |
παρατηρητική επάρκεια (η) | observational adequacy |
παραφασία (η) | paraphasia |
παράταξη (η), σύνδεση κατά παράταξη (η), παρατακτική σύνδεση (η) | Parataxis / co-ordination |
παρατήρηση εκ των έσω (η) | participant observation |
παρατατικός (o) | past continuous |
παρατεταμένη διάρκεια (η) | protracted duration |