ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
παρατασσόμενη έννοια coordinate concept
παρατασσόμενη έννοια co-ordinate concept
παρατατικός (o) imperfect
παρατατικός χρόνος (ο) imperfect tense (imp, imperf, impf, IMPF)
παρατηρητική επάρκεια (η) observational adequacy
παραφασία (η) paraphasia
παράταξη (η), σύνδεση κατά παράταξη (η), παρατακτική σύνδεση (η) Parataxis / co-ordination
παρατήρηση εκ των έσω (η) participant observation
παρατατικός (o) past continuous
παρατεταμένη διάρκεια (η) protracted duration