ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προφίλ πρόσβασης (το) | access profile |
προϋποτίθεται | Be presupposed |
προφίλ γνωσιακού μοντέλου (το) | cognitive model profile |
προφίλ συνέπειας | consistency profile |
προφανικός | evidential |
προφανής,-ής,-ές | patent |
προφίλ (το), κατατομή (η) | profile |
προφίλ και βάση | profile and base |
προφάνεια (η) | prominence |
προφανειακή άποψη (η) | prominence view |