ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προφίλ πρόσβασης (το) access profile
προϋποτίθεται Be presupposed
προφίλ γνωσιακού μοντέλου (το) cognitive model profile
προφίλ συνέπειας consistency profile
προφανικός evidential
προφανής,-ής,-ές patent
προφίλ (το), κατατομή (η) profile
προφίλ και βάση profile and base
προφάνεια (η) prominence
προφανειακή άποψη (η) prominence view