ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προτρεπτικός,-ή,-ό adhortative
προτρεπτικός-ή-ό exhortative
προτροποποίηση (η) premodification
προτροποποιητής (ο) premodifier
προτροποποιώ premodify
προτυπικός-ή-ό prototypical
πρότυπη προφορά (η) received pronunciation
πρότυπα υποδοχέων και σημείων πλήρωσης slot-and-filler
Πρότυπη αγγλική (η) standard English
πρότυπη/καθιερωμένη προφορά (η) standard pronunciation