ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πρόσστρωμα (το) adstratum
προσποίηση των ζώων (η) animal deception
προσταγή (η) command
Προσταγή (η), επιβολή (η) command
προσπέραση (η) cross-over
προστασία δεδομένων data protection
προστασία του προσώπου (η) face-work
προστακτική (η) imperative (imp, imper, IMPER)
προσποίηση (η) prevarication
προστακτική τρίτου προσώπου (η) third-person imperative