ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προσκήνιο (το) fore ground
προσκήνιο (το) foregrounding
πρόσθιος,-α,-ο front
προσθιωμένος,-η,-ο fronted
προσθίωση (η) fronting
προσθίωση / προσθιοποίηση (η) fronting
προσθιότητα (η) frontness
προσκεκλημένη συναγωγή συμπεράσματος (η) invited inference
προσιώπηση (η) prosiopesis
προσθίωση φωνήεντος (η) vowel fronting