ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προσαρμόζω | accommodate |
προσαρμόζω | accomodate |
προσαρμόσιμος,-η,-ο | adaptable |
προσαρμοσμένη αλλαγή φθόγγου | conditioned sound change |
προσαρμογή εστίασης (η) | focal adjustment |
προσαρμογή δάνειας λέξης (η) | loanword adaptation |
προσαρμογή εν λειτουργία (η) | on-the-fly adaptation |
προσαρμογή ομιλητή | speaker adaptation |
προσαρμοζόμενο στον ομιλητή | speaker adaptive |
προσαρμογή ίχνους | template adaptation |