ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προσαρμόζω accommodate
προσαρμόζω accomodate
προσαρμόσιμος,-η,-ο adaptable
προσαρμοσμένη αλλαγή φθόγγου conditioned sound change
προσαρμογή εστίασης (η) focal adjustment
προσαρμογή δάνειας λέξης (η) loanword adaptation
προσαρμογή εν λειτουργία (η) on-the-fly adaptation
προσαρμογή ομιλητή speaker adaptation
προσαρμοζόμενο στον ομιλητή speaker adaptive
προσαρμογή ίχνους template adaptation