ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προπαραλήγουσα (η) | antepenultima |
προοπτική (η) | perspective |
προνόμιο εμφάνισης (το) | privilege of occurrence |
πρόοδος (η) | progress |
προοδευτικός,-ή,-ό | progressive |
προοδευτικός-ή-ό / προκαταβολικός-ή-ό | progressive |
προοδευτική/προκαταβολική (συντηρητική) αφομοίωση (η) | progressive (preservative) assimilation |
προοδευτική αφομοίωση (η) | progressive assimilation |
προοδευτικός προσδιορισμός (ο) | progressive conditioning |
προοπτική της θεωρίας του βέλτιστου (η) | ΟΤ perspective |