ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προπαραλήγουσα (η) antepenultima
προοπτική (η) perspective
προνόμιο εμφάνισης (το) privilege of occurrence
πρόοδος (η) progress
προοδευτικός,-ή,-ό progressive
προοδευτικός-ή-ό / προκαταβολικός-ή-ό progressive
προοδευτική/προκαταβολική (συντηρητική) αφομοίωση (η) progressive (preservative) assimilation
προοδευτική αφομοίωση (η) progressive assimilation
προοδευτικός προσδιορισμός (ο) progressive conditioning
προοπτική της θεωρίας του βέλτιστου (η) ΟΤ perspective