ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προληπτικός,-ή,-ό | anticipatory |
Προληπτικός-ή-ό, οπισθοχωρητικός-ή-ό | anticipatory |
προληπτικό it (το) | anticipatory it |
προληπτικό υποκείμενο (το) | anticipatory subject |
προληπτικό there (το) | anticipatory there |
πρόλογος (ο) | preface |
προλογικό στάδιο (το) | pre-operational stage |
προληπτικό it (το) | preparatory it |
πρόληψη (η) | prolepsis |
προμήθεια (η) | stock |