ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προερχόμενος-η-ο από τη βάση base-generated
προηγείται άμεσα direct precedence
προηγείσθαι/-είται precede
προηγείσθαι(το) precedence
προήγηση (η), Προηγείσθαι (το), προτεραιότητα (η) precedence
πρόθεμα prefix (p-fix)
προθεματικός-ή-ό prefixing
προετοιμάζω κείμενο prepare a text
προθέσεις (οι) prepositions
προεπιφανειακός,-ή,-ό shallow