ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προεξοχή πρώτης γραμμής (η) hanging indentation
προέλευση εγώ-τώρα-εδώ (η) I-now-here origo
προεξοχή χειλιών (η) lip protrusion
προέλευση (η) origo
προεξέχων,-ουσα,-ον salient
προεξέχων ακουστικό γεγονός salient acoustic event
προεξέχοντα παραδείγματα (τα) salient examples
προεπιφανειακή δομή (η) shallow structure
προεπεξεργασία κειμένου text preprocessing
προέλευση λέξης (η) word origin