ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
παραγωγή (η) derivation
παράγω derive
παραγοντική δοκιμασία (η) discrete-point test
Παραγοντική Τυπολογία (η) Factorial typology
παραγόντιση (η) factorization
παραγραμματισμός (ο) paragrammatism
παράγοντες επίδοσης (οι) performance factors
παραγωγή (λεξικού) production
παράγοντας ρέζους rhesus factor
παράγοντας στάθμισης weight factor