ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πραγματική πληροφορία (η) factual information
πραγματολογία τη ςδιαγλώσσας (η) interlanguage pragmatics
πραγματολογία (η) pragmatics
πραγματικός,-ή,-ό real
πραγματικός ορισμός (ο) real definition
πραγματικό(το) realis
πραγματικός,-ή,-ό realis
Πραγματικός-ή-ό realis / real
πραγματιστική γραμματική(η) realistic grammar
πραγματικότητα των ανασυνθέσεων (η) reality of reconstructions