ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
Οδοντικοφατνιακός-ή-ό denti-alveolar
ομάδα γλωσσών με κοινή καταγωγή (η) descent group
οριστής (ο) designator
οδηγός αγοράς λεξικού (ο) dictionary buying guide
οικογένεια λεξικών dictionary family
όριο διαφοράς difference limen
οπτική παρουσίαση displaying
ορισμός τύπου εγγράφου (ο) document type definition (DTD)
ονική πρόταση (η) donkey sentence
οπίσθιο μέρος της γλώσσας (το) dorsal