ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Οδοντικοφατνιακός-ή-ό | denti-alveolar |
ομάδα γλωσσών με κοινή καταγωγή (η) | descent group |
οριστής (ο) | designator |
οδηγός αγοράς λεξικού (ο) | dictionary buying guide |
οικογένεια λεξικών | dictionary family |
όριο διαφοράς | difference limen |
οπτική παρουσίαση | displaying |
ορισμός τύπου εγγράφου (ο) | document type definition (DTD) |
ονική πρόταση (η) | donkey sentence |
οπίσθιο μέρος της γλώσσας (το) | dorsal |